- πάλλευκος
- -η, -ο (Α πάλλευκος και πάνλευκος, -ον)ολόλευκος, κατάλευκος, κάτασπροςνεοελλ.μτφ. άμεμπτος, άσπιλος, ανεπίληπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + λευκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάλλευκος — all white masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλλευκον — πάλλευκος all white masc/fem acc sg πάλλευκος all white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλεύκοις — πάλλευκος all white masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλεύκων — πάλλευκος all white masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλεύκῳ — πάλλευκος all white masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλλευκα — πάλλευκος all white neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόλευκος — ἀκρόλευκος, ον (Α) πάλλευκος, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + λευκός] … Dictionary of Greek
ασημόλευκα — η το δέντρο λεύκη η πάλλευκος … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
πάνλευκος — ον, Α βλ. πάλλευκος … Dictionary of Greek